Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ξυλώνω (I).
-
- (Μέσ.) γίνομαι σαν ξύλο· (εδώ μεταφ.) παραλύω, χάνω τις αισθήσεις μου:
- πίνουν … μεθούν …· νεκρώνουνται, ξυλώνουνται (Ιστ. Βλαχ. 2121).
[μτγν. ξυλόω. Η λ. στο Βλάχ. (μέσ.) και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ., Ζώης)]
- (Μέσ.) γίνομαι σαν ξύλο· (εδώ μεταφ.) παραλύω, χάνω τις αισθήσεις μου:
[Λεξικό Κριαρά]
- ξυλώνω (II),
- βλ. ξηλώνω I1β.