Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ξυλοκοπώ
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξυλοκοπώ [ksilokopó] -ιέμαι Ρ10.11 & -ούμαι Ρ10.9β : δέρνω κπ. πολύ.

[ελνστ. ξυλοκοπῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
ξυλοκοπώ. Χτυπώ, δέρνω κάπ. με ξύλο: (Αιτωλ., Μύθ. 12812).

[μτγν. ξυλοκοπέω. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go