Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ξοφλώ
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξοφλώ [ksofló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : 1α.(οικ.) εξοφλώ: Δεν του χρωστώ τίποτα· τον έχω ξοφλήσει. Ο λογαριασμός δεν είναι ξοφλημένος. β. (μτφ. για διαφορά με κπ.) ρυθμίζω, τακτοποιώ: Ύστερα και από τις εξηγήσεις που δόθηκαν νομίζω πως ξοφλήσαμε. 2. (μτφ., ενεργ. και μππ.) α. έχω υποστεί μια διαδικασία φθοράς, έτσι ώστε να θεωρούμαι ανεπαρκής: Οι απλοί πολιτικοί ξόφλησαν πια. Tα αστικά κόμματα έχουν ξοφλήσει οριστικά. Όλοι τον θεωρούσαν ξοφλημένο. β. για πράγματα, χαλάω οριστι κά: Ξόφλησε πια το πλυντήριό μας.

[μσν. ξοφλώ < εξ- αρχ. ὀφλισκάνω με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. ὀφλη-]

[Λεξικό Κριαρά]
ξοφλώ,
βλ. εξοφλώ.
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go