Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξολοθρεύω [ksoloθrévo] -ομαι Ρ5.2 : (οικ.) εξολοθρεύω.
[μσν. εξολοθρεύω με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < ελνστ. ἐξολεθρεύω με προχωρ. αφομ. [o-e > o-o] ]