Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ξιφουλκώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξιφουλκώ [ksifulkó] Ρ10.9α : 1.τραβώ το σπαθί από τη θήκη του. 2. (μτφ.) αντιπαρατίθεμαι έντονα με κπ., κάνω έναν οξύ διάλογο.

[λόγ. < αρχ. ξιφουλκ(ός) `που τραβάει το ξίφος΄ μτφρδ. γαλλ. tirer l΄épée]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go