Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξηγιέμαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξηγιέμαι [ksijéme] Ρ10.1β μππ. ξηγημένος* : (λαϊκ.) εξηγούμαι. || συμπεριφέρομαι: Mην ξηγιέσαι έτσι. Δεν ξηγιέσαι εντάξει. ΦΡ ~ σπαθί, συμπεριφέρομαι με ειλικρίνεια.

[μέσο του εξηγώ με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες