Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ξεχώνω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεχώνω [ksexóno] -ομαι Ρ1 μππ. και ξεχωσμένος : (λαϊκότρ.) ξεθάβω: Πότε θα τον ξεχώσουν;

[ξε- χώνω]

[Λεξικό Κριαρά]
ξεχώνω.
  • 1)
    • α) Ξεθάβω (νεκρό):
      • (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 290
    • β) κάνω να φανερωθεί κ. χωμένο μέσα στη γη:
      • εξέχωσεν (ενν. η θάλασσα) … κτίσματα ελληνικά (Διήγ. πανωφ. 57
    • γ) ξεθάβω από ερείπια κάπ. (νεκρό ή ζωντανό), ξεπλακώνω:
      • (Άσμα σεισμ. 8), (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 409).
  • 2) (Μεταφ.) αποκαλύπτω, φανερώνω κ.:
    • εκείνο που 'τονε χωστό με λόγια να ξεχώσει (Ερωτόκρ. Β́ 2310).

[<στερ. ξε‑ + χώνω. Πβ. αρχ. εκχώννυμι. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go