Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ξεχτενίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεχτενίζω [ksextenízo] -ομαι Ρ2.1 : χαλώ τα χτενισμένα μαλλιά κάποιου: Mη με ξεχτενίζεις! Mε ξεχτένισε ο αέρας. Ξεχτενίστηκα από τον αέρα.

[ξε- χτενίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go