Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ξεχερσώνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεχερσώνω [ksexersóno] Ρ1α : για μέρος χέρσο που το κάνω καλλιεργήσιμο.

[ξε- χέρσ(ος) -ώνω (διαφ. το μσν. εκχερσούμαι `ξεραίνομαι΄ < εκ- χέρσ(ος) -ώ, -ούμαι)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go