Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεχερσώνω [ksexersóno] Ρ1α : για μέρος χέρσο που το κάνω καλλιεργήσιμο.
[ξε- χέρσ(ος) -ώνω (διαφ. το μσν. εκχερσούμαι `ξεραίνομαι΄ < εκ- χέρσ(ος) -ώ, -ούμαι)]