Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ξεχαρμανιάζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεχαρμανιάζω [ksexarmanázo] Ρ2.1α : (λαϊκ.) ικανοποιώ επιθυμία για κάπνισμα ύστερα από μακροχρόνια στέρηση και, με επέκταση, για οτιδήποτε άλλο έχω στερηθεί.

[ξε- χαρμανιάζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go