Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεφυλλίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεφυλλίζω [ksefilízo] Ρ2.1α : 1.γυρίζω ένα ένα τα φύλλα ενός βιβλίου ή ενός περιοδικού και διαβάζω βιαστικά και πρόχειρα ό,τι τραβήξει την προσοχή μου, φυλλομετρώ: Πάρε να ξεφυλλίσεις μερικά περιοδικά. 2. τραβώ και βγάζω ένα ένα τα φύλλα ενός φυτού ή τα πέταλα ενός άνθους· μαδώ: Ξεφυλλίζοντας μια μαργαρίτα. || ~ το αμπέλι, αραιώνω τα φύλλα του αμπελιού.

[μσν. εκφυλλίζω `αποσπώ τα φύλλα φυτού΄ < εκ- φύλλ(ο) -ίζω (εκ- > ξε-), ίσως λόγ. σημδ. γαλλ. feuilleter]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες