Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεφράζω [ksefrázo] -ομαι Ρ2.2 : ANT φράζω. 1. βγάζω το φράχτη. 2. ξεβουλώνω2: ~ την αποχέτευση / το νιπτήρα.
[ελνστ. ἐκφράσσω (ἐκ- > ξε-) μεταπλ. -ζω κατά το φράσσω > φράζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξεφράζω, μτχ. παρκ. ξεφραμένος.
-
- (Προκ. για πολεμιστή) ακάλυπτος:
- χριστιανοί στην μάχην κουρασμένοι κι από τες τόσες μπουμπαρδές τριγύρο ξεφραμένοι (Αχέλ. 1093).
[<αόρ. του μτγν. εκφράσσω. Πβ. αποφράζω. Τ. μτχ. παρκ. ξιφραμένους σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
- (Προκ. για πολεμιστή) ακάλυπτος: