Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεφουσκώνω [ksefuskóno] -ομαι Ρ1 : ANT φουσκώνω. 1α1. βγάζω τον αέρα από κτ. ελαστικό, από κτ. το οποίο επιδέχεται αύξηση του όγκου του: ~ το μπαλόνι. Mου ξεφούσκωσαν τα λάστιχα. α2. χάνω τον αέρα που περιέχω με αποτέλεσμα να μειωθεί ο όγκος μου: Ξεφούσκωσε η μπάλα / το στρώμα / το λάστιχο του αυτοκινήτου / η λαστιχένια βάρκα. β. ανακουφίζομαι από φούσκωμα στο στομάχι. 2. (μτφ., οικ.) για κτ. που, ενώ εμφανίστηκε ως σημαντικό και σπουδαίο, αποδείχτηκε ανόητο ή ασήμαντο και ξεχάστηκε: Πολύ γρήγορα ξεφούσκωσε η φήμη του. Tο δήθεν μεγάλο σκάνδαλο άρχισε σιγά σιγά να ξεφουσκώνει.
[μσν. ξεφουσκώνω < ξε- φουσκώνω]