Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεφουρνίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεφουρνίζω [ksefurnízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.βγάζω από το φούρνο. ANT φουρνίζω: Mόλις ξεφούρνισα το ψωμί. H πίτα δεν ξεφουρνίστηκε ακόμα. 2. (μτφ.) λέω κτ. άκαιρα, ξαφνικά και απότομα ή αποφασίζω να πω κτ. που δεν έπρεπε: Mου ξεφούρνισε ένα σωρό ψέματα. Δεν άντεξε και μου τα ξεφούρνισε όλα.

[ξε- φουρνίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες