Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεφανερώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ξεφανερώνω.
  • I. Ενεργ.
    • 1)
      • α) Κάνω κ. γνωστό σε κάπ., φανερώνω:
        • (Ερωφ. Β́ 72
        • Μη θέλεις με το κλάημα σου να του ξεφανερώσεις τέτοιο μυστήριο φοβερό (Θυσ. 427
      • β) προδίδω:
        • Ταύτα … καταλεπτά 'μαθέν τα, διατ’ ήλθεν γείς αρνούμενος κι εξεφανέρωσέν τα (Αχέλ. 2361).
    • 2)
      • α) (Προκ. για ανώτερη ή φυσική δύναμη) αποκαλύπτω· «βγάζω στο φως»:
        • Θεός … τον δόλον … ξεφανερώνει τον (Ιστ. Βλαχ. 1070
        • εκίνα κι ο κυρ ήλιος … της νύχτας τες κουρφοκλεψιές να τες ξεφανερώνει (Ριμ. κόρ. 607
      • β) ξεσκεπάζω, αποκαλύπτω κάπ.:
        • Η Αρετούσα … ήπασκε να το χώνει, μα ο Έρωτας … τηνε ξεφανερώνει (Ερωτόκρ. Ά 2144).
    • 3) Εκθέτω κάπ.:
      • με ξεφανέρωσες … και μόνον εντροπιάσθηκα (Σαχλ. Á PM 303).
    • 4)
      • α) Εκμυστηρεύομαι, εξομολογούμαι:
        • να σου ξεφανερώσω πράμα μεγάλο σήμερο, το νου μου ν’ αλαφρώσω (Ερωφ. Ά 117· Ερωτόκρ. Ά 146
      • β) ομολογώ:
        • να μου ξεφανερώσου το σφάλμα τως (Ερωφ. Δ́ 208).
    • 5) Εκφράζω με λόγια μια σκέψη:
      • Εκείνο … δεν ημπορεί … η γλώσσα μου 'ς τόση χαρά να σου ξεφανερώσει (Θυσ. 988).
  • II. (Μέσ.) φανερώνομαι, αποκαλύπτομαι:
    • (Ιμπ. 739
    • να μην ξεφανερώνουνται στον κόσμο οι μαριολιές μας (Φορτουν. Γ́ 256).

[<αόρ. του εκφανερώ (13. αι., LBG, ‑όω) ‑ώνω (βλ. ά.). Τ. ξηφανερώννω σήμ. κυπρ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. (Πάγκ. Δ́ 479, Κόμης)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες