Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ξετσιπώνομαι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξετσιπώνομαι [ksetsipónome] Ρ1β : (οικ.) χάνω την αιδημοσύνη μου, την ντροπή μου· γίνομαι αδιάντροπος.

[ξε- τσίπ(α) -ώνομαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go