Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξετσιπώνομαι [ksetsipónome] Ρ1β : (οικ.) χάνω την αιδημοσύνη μου, την ντροπή μου· γίνομαι αδιάντροπος.
[ξε- τσίπ(α) -ώνομαι]
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[ξε- τσίπ(α) -ώνομαι]
| © 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |