Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξετρελαίνω [ksetreléno] -ομαι Ρ7.1 : 1.εμπνέω σε κπ. ερωτικό συνήθ. πόθο και λαχτάρα, έτσι που να χάσει την ψυχραιμία, τη σύνεση ή τη σοβαρότητά του: Tον ξετρέλανε με την ομορφιά της. Όλοι ξετρελάθηκαν μαζί της. 2. (παθ.) αισθάνομαι ενθουσιασμό για κτ. εξαιρετικά ωραίο ή συναρπαστικό: Ξετρελάθηκαν με τα ελληνικά νησιά. Tα παιδιά είναι ξετρελαμένα με τα καινούρια τους παιχνίδια. || Ξετρελάθηκα από τη χαρά μου.
[ξε- τρελαίνω]