Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ξετίμωμα το· ξετίμιωμα.
-
- Εκτίμηση, υπολογισμός, καθορισμός της αξίας:
- να είναι το ξετίμιωμά σου το ασερνικό … πενήντα 'ξάγια ασήμι (Πεντ. Λευιτ. XXVII 3· Λευιτ. V 15).
[<ξετιμώνω + κατάλ. ‑μα. Πβ. λ. ‑ημα στο Somav. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Χυτήρης)]
- Εκτίμηση, υπολογισμός, καθορισμός της αξίας:
[Λεξικό Κριαρά]
- ξετιμώνω· ξετιμιώνω.
-
- (Εδώ) εκτιμώ τις οικονομικές δυνατότητες κάπ., ορίζω το ύψος της χρηματικής προσφοράς κάπ.:
- διά στόμα ως να σώσει το χέρι του τάχτη να τον ξετιμιώσει ο γεριάς (Πεντ. Λευιτ. XXVII 8).
[<ξετιμώ (<αόρ. του εκτιμώ· Somav. και ιδιωμ., Δημ.) κατά ρ. σε ‑ώνω. Η λ. και ο τ. και σήμ. ιδιωμ. (Δημ.)]
- (Εδώ) εκτιμώ τις οικονομικές δυνατότητες κάπ., ορίζω το ύψος της χρηματικής προσφοράς κάπ.:
[Λεξικό Κριαρά]
- ξετιμωτής ο· εξετιμωτής· πληθ. εξετιμωτάδες.
-
- Εκτιμητής (εδώ προίκας):
- να πάγει (ενν. ο γαμπρός) … εις την κατάραν μας ομού μετά τους εξετιμωτάδες αυτού (Σπανός D 1719).
[<ξετιμώνω + κατάλ. ‑τής. Πβ. λ. ‑ητής στο Somav. και ιδιωμ. (Δημ.). Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Εκτιμητής (εδώ προίκας):