Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεσυνηθίζω [ksesiniθízo] Ρ2.1α : ANT συνηθίζω. 1. παύω να έχω κάποια συνήθεια: Ξεσυνήθισα να κοιμάμαι το μεσημέρι. 2. χάνω την ευχέρεια, την ικανότητα που είχα να κάνω κτ.: Ξεσυνήθισα να κάνω ποδήλατο / να μιλάω γαλλικά. 3. ~ κπ., χάνω την οικειότητα που είχα με κπ. με τον οποίο είχα συχνή επαφή: Mε ξεσυνήθισε το παιδί, γιατί έχει καιρό να με δει.
[ξε- συνηθίζω]



