Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεσυνερίζομαι [ksesinerízome] Ρ2.1β : (οικ.) ΣYN συνερίζομαι. 1. δίνω υπερβολική σημασία σε κτ., πειράζομαι, ενοχλούμαι από κτ. που έχει λεχθεί ή έχει γίνει σε βάρος μου, παραβλέποντας τις ειδικές συνθήκες που επιβάλλουν να αναγνωρίσω στο άτομο αυτό κάποια ελαφρυντικά: Mη με ξεσυνερίζεσαι· γριά γυναίκα είμαι. Θα ξεσυνεριστείς τώρα ένα παιδί; 2. (για παιδί ή για ενήλικα που συμπεριφέρεται σαν παιδί) ανταγωνίζομαι ή συναγωνίζομαι: Ξεσυνερίζονταν ποιος θα φάει τα περισσότερα.
[μσν. ξεσυνερίζομαι < ξε- συνερίζομαι]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξεσυνερίζομαι.
-
- Ερεθίζομαι, κακιώνω από τα λόγια ή τις πράξεις κάπ. και τον αντιμάχομαι:
- να μην του ξεσυνεριστεί του κυρ Λούκα (Χρον. σουλτ. 8614).
[<επιτ. ξε‑ + συνερίζομαι. Τ. ‑νο‑ σήμ. κρητ. (Ξανθιν.). Η λ. και σήμ.]
- Ερεθίζομαι, κακιώνω από τα λόγια ή τις πράξεις κάπ. και τον αντιμάχομαι: