Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεσπιτώνω [ksespitóno] -ομαι Ρ1 : (οικ.) αναγκάζω κπ. να εγκαταλείψει παρά τη θέλησή του το σπίτι στο οποίο μένει: Tον ξεσπίτωσαν στα γεράματά του. || αναγκάζω κπ. να εγκαταλείψει βίαια την πατρική γη: Πόσες οικογένειες ξεσπιτώθηκαν στη μικρασιατική καταστροφή! Πώς να στεγάσει το κράτος τόσους ξεσπιτωμένους;
[ξε- σπιτώνω]



