Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεσπαθώνω [ksespaθóno] Ρ1α μππ. ξεσπαθωμένος : 1.λύνω τη σιωπή μου και εκδηλώνομαι με έντονο και επιθετικό τρόπο: Ξαφνικά ξεσπάθωσε εναντίον μου / υπέρ των δικαιωμάτων της γυναίκας. 2. (παρωχ.) τραβώ το σπαθί μου· ξιφουλκώ.
[μσν. ξεσπαθώνω < ξε- σπαθ(ί) -ώνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξεσπαθώνω· εξεσπαθώνω· ηξεσπαθώνω.
-
- α) Σύρω το σπαθί μου έξω από το θηκάρι (για να επιτεθώ, κάνοντας επίθεση):
- (Ερωτόκρ. Β́ 1052)·
- οι νέοι ξεσπάθωσαν και πόλεμον εποίκαν (Βεντράμ., Φιλ. 283)·
- τα φουσσάτα … θέλουν να ηξεσπαθώσουν και κανείς να μην απομείνει ζωντανός (Βίος Αλ.2 126)·
- (μτβ. με σύστ. αντικ.):
- ξεσπάθωσε … το σπαθί σου (Τζάνε, Κρ. πόλ. 22021)·
- β) (τιμητικά σε συνοδεία νεκρού):
- (Βίος Αλ.2 110).
[<ξε‑ + ουσ. σπαθί(ν) + κατάλ. ‑ώνω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- α) Σύρω το σπαθί μου έξω από το θηκάρι (για να επιτεθώ, κάνοντας επίθεση):