Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ξεσπάζω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ξεσπάζω (I) ‑σπώ· αόρ. εξήσπασα.
  • Βγάζω τραβώντας, αποσπώ με βία, ξεριζώνω:
    • την ουράν του (ενν. του παραγιαλίτη) ξέσπασαν (Πουλολ. 321 κριτ. υπ).

[<αόρ. του αρχ. εκσπάω. Η λ. στο Βλάχ. (‑σπώ) και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
ξεσπάζω (II),
βλ. ξυσπάζω.
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go