Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεσκουριάζω [kseskurjázo] Ρ2.1α : ANT σκουριάζω. 1. αφαιρώ τη σκουριά από κτ. μεταλλικό. 2. (μτφ.) δραστηριοποιούμαι, ασκώ το σώμα μου ύστερα από περίοδο αδράνειας: Άρχισα τις πεζοπορίες για να ξεσκουριάσω.
[ξε- σκουριάζω]