Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ξεσκατίζω
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
ξεσκατίζω.
  • Καθαρίζω κάπ. από τα περιττώματα·
    • (εδώ ειρων. για γέρο):
      • (Φορτουν. Β́ 314).

[<στερ. ξε‑ + ουσ. σκατό + κατάλ. ‑ίζω. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go