Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ξεσκαρτάρω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεσκαρτάρω [kseskartáro] Ρ6α : (οικ.) ξεχωρίζω από ένα σύνολο πραγμάτων τα άχρηστα και τα πετώ ή τα αχρηστεύω. || (ειδικότ.) στο χαρτοπαίγνιο, αφήνω, πετώ τα μικρής αξίας ή τα φύλλα που μου είναι άχρηστα στο συγκεκριμένο παιχνίδι.

[ξε- σκαρτάρω (ίδ. σημ.) < ιταλ. scartar(e) (σύγκρ. σκάρτος)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go