Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ξεσκαλίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεσκαλίζω [kseskalízo] Ρ2.1α : ανασκαλεύω ψάχνοντας να βρω κτ.: Ξεσκαλίζει τα συρτάρια / τα ντουλάπια. || ανακινώ ένα θέμα: Mην ξεσκαλίζεις παλιές υποθέσεις. Οι δημοσιογράφοι άρχισαν να ξεσκαλίζουν την υπόθεση προσπαθώντας να βρουν άκρη.

[ξε- σκαλίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go