Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεσελώνω [kseselóno] -ομαι Ρ1 : βγάζω τη σέλα από το άλογο.
[ξε- σελώνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξεσελώνω· εξεσελώνω.
-
- 1) Αφαιρώ τη σέλα:
- να εξεσελώσουν τα άλογα (Hagia Sophia ω 5142).
- 2) Ρίχνω τον αναβάτη από τη σέλα:
- Σκοτώνει και το δεύτερο, τον τρίτο ξεσελώνει (Ερωτόκρ. Δ́ 1163).
[<στερ. ξε‑ + σελώνω. Η λ. στο Somav. (‑λλ‑) και σήμ.]
- 1) Αφαιρώ τη σέλα: