Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεροψήνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεροψήνω [kseropsíno] -ομαι Ρ1 : ψήνω κτ. για αρκετή ώρα έτσι ώστε να γίνει τραγανό. || Ξεροψηθήκαμε τόσες ώρες στον ήλιο.

[ξερο- + ψήνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες