Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ξεροσταλιάζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεροσταλιάζω [kserostalázo] Ρ2.1α : (οικ.) στέκομαι κάπου για πολλή ώρα συνήθ. περιμένοντας κπ. ή κτ. με ανυπομονησία: Ξεροσταλιάσαμε μια ώρα στη στάση του λεωφορείου. M΄ άφησε να ~ με τις ώρες. || Ξεροσταλιάζει κάτω από το παράθυρό της.

[ξερο- + σταλιάζω `ξεροσταλιάζω΄ (αρχική σημ.: για πρόβατα που ξεκουράζονται το μεσημέρι) < ελνστ. στάλ(η) `χώρος συγκέντρωσης κοπαδιού΄ -ιάζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go