Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ξεροκαταπίνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεροκαταπίνω [kserokatapíno] Ρ αόρ. ξεροκατάπια, απαρέμφ. ξεροκαταπιεί : καταπίνω μόνο το σάλιο μου, συνήθ. από αμηχανία: Στάθηκε, κιτρίνισε, ξεροκατάπιε· δεν ήξερε τι να απαντήσει.

[ξερο- + καταπίνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go