Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεροβήχω [kserovíxo] Ρ3α : 1.βήχω χωρίς φλέματα. 2. βήχω επίτηδες από αμηχανία, για να προκαλέσω την προσοχή κάποιου, για να ειρωνευτώ κπ. κτλ.
[μσν. ξεροβήχω < ξερο- + βήχω]



