Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξερνοβολώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξερνοβολώ [ksernovoló] Ρ10.1α : (οικ.) κάνω ακατάσχετο εμετό: Όλοι μέσα στο πλοίο ξερνοβολούσαν.

[ξερν(ώ) -ο- + -βολώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες