Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ξεπροβοδώ
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
ξεπροβοδώ.
  • Συνοδεύω (τιμητικά) κάπ. που αναχωρεί, κατευοδώνω:
    • μέγας βασιλεύς εξεπροβόδησέν μας έξω απ’ το παλάτιον (Αρσ., Κόπ. διατρ. [1232]· Συναδ. φ. 51v
    • (μεταφ.):
      • ψυχάς εις τον παράδεισον να τας ξεπροβοδήσεις (Ιστ. Βλαχ. 2272).

[<στερ. ξε‑ + προβοδώ. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go