Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ξεπρήζομαι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεπρήζομαι [kseprízome] Ρ2.1β : για κπ. ή για κτ. στον οποίο υποχωρεί ένα πρήξιμο. ANT πρήζομαι: Ξεπρήστηκε το γόνατό μου. Έβγαλα το δόντι μου και ξεπρήστηκα.

[ξε- πρήζομαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go