Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεπορτίζω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεπορτίζω [kseportízo] Ρ2.1α : (οικ.) φεύγω από το σπίτι, συνήθ. κρυφά και για διασκέδαση: Ο νους της είναι μόνο πότε θα ξεπορτίσει. Στον καιρό μου τα κορίτσια δεν ξεπόρτιζαν. || Ξεπόρτισε από πολύ μικρή, άρχισε να ζει ελεύθερη, χωρίς οικογενειακό έλεγχο.

[μσν. εξωπορτίζω `βγάζω κπ. από την πόρτα΄ < εξώπορτ(α) -ίζω, παρετυμ. εξω- > ξε-]

[Λεξικό Κριαρά]
ξεπορτίζω (I).
  • Βγαίνω από λιμάνι:
    • φεύγει απ’ τα Χανιά και ξεπορτίζει (Λεηλ. Παροικ. 73· 615).

[<στερ. ξε‑ + ουσ. πόρτο + κατάλ. ‑ίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
ξεπορτίζω (II)· εξεπορτίζω· ξηπορτίζω, (Μαχ. 38623).
  • Ά (Μτβ.) βγάζω με βίαιο τρόπο κάπ. έξω από την πόρτα, την πύλη· διώχνω:
    • της μονής … εξεπορτίσωσίν σε (Προδρ. IV 478).
  • Β́ (Αμτβ.) βγαίνω, ορμώ έξω από την πύλη τείχους:
    • εξεπόρτισαν από της Πόρτας της Εβραϊκής … καβαλάριοι (Σφρ., Χρον. 4421· Δούκ. 1296).

[<στερ. ξε‑ + ουσ. πόρτα + κατάλ. ‑ίζω· κατά ΛΚΝ <εξωπορτίζω (βλ. ά.). Πβ. στο LBG, λ. εκπορτάω? (γρ. εξεπόρτησαν Σφρ., Δούκ.). Ο τ. ξη‑ και σήμ. κυπρ. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες