Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεποδαριάζω [ksepoδarjázo] -ομαι Ρ2.1 : (οικ.) κουράζω κπ. υπερβολικά στην πεζοπορία: Mε ξεποδάριασε στους δρόμους. Ξεποδαριάστηκα να σε κυνηγώ. Ξεποδαριαστήκαμε στα μαγαζιά. || Πήγαινε πιο σιγά· με ξεποδάριασες!
[ξε- ποδάρ(ι) -ιάζω]



