Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεπλύνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ξεπλύνω.
  • I. Ενεργ.
    • 1)
      • α) Πλένω κ. με νερό για να το καθαρίσω:
        • παν αγγό ξύλινο να ξεπλυθεί με το νερό (Πεντ. Λευιτ. XV 12· Χούμνου, Κοσμογ. 167
        • (σε υπερβολή προκ. για δάκρυα):
          • (Ερωφ. Έ 396
      • β) (σε μεταφ.):
        • τ’ αμμάτια μου … δυο βρύσες να γενούσι, να σου ξεπλύνου την καρδιά την καταματωμένη (Ερωφ. Έ 563· Πιστ. βοσκ. IV 5, 38).
    • 2)
      • α) (Μεταφ.) καθαρίζω κάπ. ή κ. από τον ηθικό ρύπο, εξαγνίζω:
        • ας κάμει νιο κατακλυσμό τον κόσμο να ξεπλύνει (Πανώρ. Δ́ 128· Ροδολ. Δ́ 242
      • β) (μεταφ. προκ. για αμαρτίες) εξαλείφω, σβήνω:
        • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 41027).
  • II. Μέσ. (μτβ. μεταφ.) καθαρίζομαι ηθικά, απαλλάσσομαι (από ηθικά παραπτώματα):
    • να ξεπλυθεί (ενν. ο λαός) τα πταίσματα (Σκλέντζα, Ποιήμ. 541).

[<αόρ. του αρχ. εκπλύνω. Τ. εξι‑ σήμ. ποντ. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες