Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεπιάνομαι [ksepxánome] Ρ αόρ. ξεπιάστηκα, απαρέμφ. ξεπιαστεί, μππ. ξεπιασμένος : ANT πιάνομαι. 1. απαλλάσσομαι από πιάσιμο που δυσκολεύει την κίνηση των αρθρώσεων του σώματος: Σήκω λίγο να ξεπιαστείς! Για να ξεπιαστεί η μέση σου πρέπει να κάνεις γυμναστική. 2. για κτ. που ελευθερώνεται, που φεύγει από το γάντζο ή από κάποιο άλλο μέσο στήριξης: Ξεπιάστηκε η κουρτίνα.
[ξε- πιάνομαι]