Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ξεπαρθενεύω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεπαρθενεύω [kseparθenévo] -ομαι Ρ5.2 : (οικ.) διακορεύω.

[μσν. ξεπαρθενεύω < ελνστ. ἐκπαρθενεύω (ἐκ- > ξε-) (πρβ. μσν. ξεπαρθενίζω)]

[Λεξικό Κριαρά]
ξεπαρθενεύω· εξηπαρθενεύω· ξηπαρθενεύω.
  • Διακορεύω:
    • να την ξηπαρθενέψει … δυναστικού τρόπου (Ασσίζ. 1223).

[<αόρ. του παλαιότ. εκπαρθενεύω (σχόλ., LBG). Τ. ‑εύγω στο Βλάχ. Τ. ξηπαρθενεύκω σήμ. κυπρ. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go