Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεπαραδιάζω [kseparaδjázo] -ομαι Ρ2.1 : (οικ.) αφήνω κπ. χωρίς λεφτά, συνήθ. αναγκάζοντάς τον να τα ξοδέψει ασυλλόγιστα: Mε ξεπαράδιασες. Bγήκαμε χθες να φάμε έξω και ξεπαραδιαστήκαμε.
[ξε- παραδ- (παράς) -ιάζω]



