Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ξεπαραδιάζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεπαραδιάζω [kseparaδjázo] -ομαι Ρ2.1 : (οικ.) αφήνω κπ. χωρίς λεφτά, συνήθ. αναγκάζοντάς τον να τα ξοδέψει ασυλλόγιστα: Mε ξεπαράδιασες. Bγήκαμε χθες να φάμε έξω και ξεπαραδιαστήκαμε.

[ξε- παραδ- (παράς) -ιάζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go