Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ξενυστάζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξενυστάζω [ksenistázo] Ρ2.2α : δε νυστάζω πια, μου φεύγει η νύστα. ANT νυστάζω: Πιες έναν καφέ να ξενυστάξεις.

[ξε- νυστάζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go