Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξενοιάζω [ksenázo] & ξεγνοιάζω [kseγnázo] Ρ2.1α : απαλλάσσομαι από κάποια έγνοια και φροντίδα, ησυχάζω: Πάντρεψε την κόρη του και ξένοιασε. Έβαλα το φαγητό στο φούρνο και ξένοιασα. Όταν θα ξενοιάσω από τα μαθήματα, όταν τελειώσω.
[μσν. ξενοιάζω < ξ(ε)- έννοι(α) 2 -άζω (ορθογρ. απλοπ.)· μσν. ξεγνοιάζω < ξ(ε)- έγνοι(α) -άζω]