Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξενοδουλεύω [ksenoδulévo] Ρ5.2α : συνήθ. για γυναίκα η οποία εργάζεται με ημερομίσθιο ως οικιακή βοηθός σε διάφορα σπίτια ή ως καθαρίστρια σε γραφεία κτλ: Ξενοδουλεύει για να μεγαλώσει τα παιδιά της.
[ξενο- + δουλεύω]