Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ξενοδουλεύω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξενοδουλεύω [ksenoδulévo] Ρ5.2α : συνήθ. για γυναίκα η οποία εργάζεται με ημερομίσθιο ως οικιακή βοηθός σε διάφορα σπίτια ή ως καθαρίστρια σε γραφεία κτλ: Ξενοδουλεύει για να μεγαλώσει τα παιδιά της.

[ξενο- + δουλεύω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go