Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ξενογαμώ
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
ξενογαμώ.
  • (Το ενεργ. προκ. για άντρα· εδώ το παθ. προκ. για γυναίκα) έχω έξω του γάμου σεξουαλικές σχέσεις:
    • (Σπαν. (Ζώρ.) V 617).

[<ξενο+ γαμώ. Πβ. ξενοπηδώ. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go