Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεμουχλιάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεμουχλιάζω [ksemuxlázo] Ρ2.1α μππ. ξεμουχλιασμένος : ANT μουχλιάζω. 1. αφαιρώ τη μούχλα, καθαρίζω κτ. από τη μούχλα. 2. (μτφ.) αρχίζω να εγκαταλείπω την απραξία και τη νωθρότητα, γίνομαι πιο ενεργητικός, πιο ζωντανός: Bγες κι εσύ λίγο έξω να ξεμουχλιάσεις.

[ξε- μουχλιάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες