Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεματιάζω [ksematxázo] -ομαι Ρ2.1 : απαλλάσσω κπ. από τη βασκανία, από το μάτιασμα. ANT ματιάζω: Ξέρει να ξεματιάζει. Nα το ξεματιάσου με το παιδί.
[ξε- ματιάζω]



