Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ξεμαρκάρω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεμαρκάρω [ksemarkáro] -ομαι Ρ6 : (αθλ.) σε ομαδικά παιχνίδια, ποδόσφαιρο κτλ., ελευθερώνω παίχτη από το μαρκάρισμα αντιπάλου. ANT μαρκάρω.

[ξε- μαρκάρω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go