Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεμαλλιάζω [ksemalázo] -ομαι Ρ2.1 : (οικ.) 1. τραβώ και βγάζω τα μαλλιά κάποιου, συνήθ. σε συμπλοκή, σε φιλονικία: Πιάστηκαν στα χέρια και ξεμαλλιάστηκαν. Aν σε πιάσω, θα σε ξεμαλλιάσω!, ως απειλή. 2. χαλώ το χτένισμα κάποιου: Mε ξεμάλλιασε ο αέρας. Έφτασε καταϊδρωμένη και ξεμαλλιασμένη, με τα μαλλιά αχτένιστα και ανακατωμένα, συνήθ. ως ένδειξη αναστάτωσης.
[μσν. ξεμαλλιάζω (μαρτυρείται στη σημ.: `μαίνομαι΄) < ξε- μαλλι(ά) -άζω]