Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μυξοκλαίω [miksokléo] Ρ πρτ. μυξόκλαιγα, αόρ. μυξόκλαψα, απαρέμφ. μυξοκλάψει : (οικ., μειωτ.) κλαίω και εισπνέοντας ρουφώ τις μύξες μου. || υποκρίνομαι, κάνω πως κλαίω.
[μύξ(α) -ο- + κλαίω]



